- φοινικόπτερος
- (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη μέση μια αμβλεία γωνία. Τα πόδια τους είναι μακριά και λεπτά και τα τρία μπροστινά δάχτυλά τους συνδέονται με νηκτική μεμβράνη. Τα φτερά τους είναι μαλακά, με ωραίους χρωματισμούς. Ζει στις τροπικές, υποτροπικές και θερμότερες περιοχές των εύκρατων ζωνών. Γνωστότερο είδος είναι η φ. ο ροδόχρωμος, που ζει στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Έχει λευκό χρώμα που τείνει προς το ρόδινο εκτός από το λαιμό, που είναι κόκκινο ζωηρό. Οι φ. γενικά ζουν σε μεγάλα κοπάδια, κοντά σε ρηχά νερά, όπου αναζητούν την τροφή τους. Κοιμούνται στηριγμένοι στο ένα τους πόδι, ενώ το άλλο το κρατούν μαζεμένο στην κοιλιά τους, κολυμπούν με ευχέρεια και πετούν με ευκολία. Η φωλιά τους είναι άτεχνη, κατασκευασμένη από πηλό και φυτικές ουσίες. Οι νεοσσοί τους κολυμπούν με ευκολία από την πρώτη κιόλας μέρα. Το κρέας τους είναι νόστιμο, ιδιαίτερα η γλώσσα τους, που ήταν γνωστός και περιζήτητος μεζές των αρχαίων Ρωμαίων.
* * *(I)ο / φοινικόπτερος, -ον, ΝΑτο αρσ. ως ουσ. ζωολ. είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια φοινικοπτερίδες, το κοινώς σήμερα γνωστό φλαμίνγκοαρχ.αυτός που έχει κόκκινα φτερά («ὄρνιθα φοινικόπτερον», Κρατίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος, «πορφυρό χρώμα» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος, χρυσό-πτερος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. phoenicopterus].————————(II)ὁ, ΜΑζιζάνιο τών σιτηρών, η αίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.